ετερόδοξος

ετερόδοξος
-η, -ο
αυτός που ανήκει σε άλλο θρησκευτικό δόγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερόδοξος — differing in opinion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόδοξος — η, ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και… …   Dictionary of Greek

  • ἑτεροδόξως — ἑτερόδοξος differing in opinion adverbial ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόδοξον — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc sg ἑτερόδοξος differing in opinion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδόξοις — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδόξου — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδόξους — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδόξων — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδόξῳ — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόδοξα — ἑτερόδοξος differing in opinion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”